Πληροφορίες σχετικά με τα πτυχία στη Γερμανική γλώσσα.

Κατά την διδακτική μου πορεία παρατήρησα ανακατατάξεις πτυχίων και μπέρδεμα στους μαθητές και τους υποψήφιους εξεταζόμενους. Για να δώσω μία στοιχειώδη εικόνα σας γράφω εδώ πολύ απλά, τι περίπου ζητάει το κάθε επίπεδο.

Σε γενικές γραμμές θα μπορούσε να τα περιγράψει κανείς ως ακολούθως:

Α1: πιστοποιεί στοιχειώδεις γνώσεις της γλώσσας (δε συνιστώ εξετάσεις)
Α2: πιστοποιεί βασικές γνώσεις της γλώσσας (δε συνιστώ εξετάσεις)
Β1: πιστοποιεί ικανότητα γραπτής και προφορικής συνεννόησης σε καθημερινές καταστάσεις (μέτρια γνώση της γλώσσας).
Έχει δυσκολέψει σε σχέση με παλαιότερα, αλλά είναι μία πιστοποίηση ότι ο κάτοχος μπορεί να συνεννοηθεί.
Είναι συνήθως οι πρώτες εξετάσεις που προτιμούν οι υποψήφιοι.
Β2: πιστοποιεί καλή γνώση της γλώσσας, ήτοι ικανότητα συνεννόησης σε προχωρημένο επίπεδο (και κατανόηση αυθεντικών κειμένων).
C1: πιστοποιεί πολύ καλή γνώση της γλώσσας (ικανότητα ανάγνωσης επιστημονικών κειμένων και επικοινωνία σε ανώτερο επίπεδο).

C2: πιστοποιεί ότι κάποιος καταλαβαίνει τη γλώσσα σχεδόν σαν τη μητρική του γλώσσα. Είναι το υψηλότερο επίπεδο, που μπορεί να πετύχει κανείς.

Το C2 αποτελεί τον πιο καλό στόχο.

Όσοι επιτυγχάνουν αυτό το επίπεδο δεν ξεχνούν εύκολα τις γνώσεις τους και με την πρώτη ευκαιρία μπορούν να ξαναθυμηθούν τη γλώσσα.

Περιττό να τονίσουμε ότι δε μιλάμε για τη Γερμανική Φιλολογία.
Υπάρχουν άνθρωποι που σπούδασαν στην Ελλάδα Γερμανική Φιλολογία και έμαθαν σχετικά καλά Γερμανικά, πήγαν με προγράμματα στη Γερμανία και ξέρουν σε ικανοποιητικό βαθμό Γερμανικά. Τα προφορικά τους χωλαίνουν λιγάκι αλλά σίγουρα αυτά τα άτομα μιλάνε καλύτερα από άλλους καθηγητές που δεν πήγαν ποτέ στη Γερμανία ή σε άλλη γερμανόφωνη χώρα.

Σχετικά με τη Γερμανική Φιλολογία στην Ελλάδα συνιστάται στα παιδιά να βάλουν δορυφορική κεραία και να παρακολουθούν γερμανόφωνα κανάλια.
Εξυπακούεται ότι αναμένεται από κάθε φοιτητή ή φοιτήτρια της Γερμανικής Φιλολογίας να περάσει δύο τουλάχιστον εξάμηνα σε ένα Πανεπιστήμιο μίας γερμανόφωνης χώρας.
Υπάρχουν πολλά κενά, που δεν μπορούν να καλυφτούν στο Πανεπιστήμιο.

Αν ωστόσο ο φοιτητής ή η φοιτήτρια ζήσει για δύο τουλάχιστον εξάμηνα σε μία γερμανόφωνη χώρα αποκτά μία ασφάλεια όσον αφορά τη σχέση του με τη γλώσσα. Είναι αυτό που λέμε του «μπαίνει στο πετσί του».

Σε κάθε περίπτωση το συναίσθημα της ασφάλειας όσον αφορά τη Γερμανική γλώσσα το έχουν κυρίως τα άτομα που μεγάλωσαν ή σπούδασαν στη Γερμανία ή σε άλλη γερμανόφωνη χώρα.
Στην Ελλάδα μιλάνε καλά Γερμανικά (σαν Γερμανοί) άνθρωποι που μεγάλωσαν στη Γερμανία. Μία άλλη κατηγορία ατόμων, που μιλάει πάρα πολύ καλά Γερμανικά (μερικοί σαν Γερμανοί) είναι άτομα που μεγάλωσαν στην Ελλάδα και σπούδασαν σε γερμανόφωνα Πανεπιστήμια.
Πάντα κυμαίνονται οι γνώσεις από άτομο σε άτομο αλλά σε γενικές γραμμές ισχύουν τα παραπάνω.

Δεν αποκλείεται βέβαια και η περίπτωση ότι κάποιος μπορεί να μάθει Γερμανικά στην Ελλάδα πάρα πολύ καλά. Αυτό δεν το καταφέρνουν πολλοί, αλλά έχω δει να το καταφέρνουν μερικοί από τους μαθητές μου. Έχει συμβεί να έχει μάθει άτομο Γερμανικά στην Ελλάδα και να μιλάει σαν Γερμανίδα.

Σήμερα, στην ηλεκτρονική εποχή, μπορεί κανείς να βρει άπειρο υλικό στο διαδίκτυο, από γραμματική έως ακουστικά κείμενα κατανόησης, τραγούδια, τηλεόραση, ραδιόφωνο κλπ.

Πάνω απ’ όλα βρίσκεται η θέληση. Όταν κάποιος θέλει, μπορεί να μάθει ακόμα και μόνος του. Και αυτό το έχω δει.

Ελπίζω να ήταν κατατοπιστικές αυτές οι πληροφορίες.
Για κάθε απορία είμαι ευχαρίστως στη διάθεσή σας.

Με εκτίμηση,

Δήμητρα Δανιά

Το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης μιλάει, γράφει και σκέφτεται Γερμανικά